- τρεμουλιάρης
- -άρα, -ικο, Ν1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων2. αυτός που κρυώνει εύκολα3. πολύ δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρεμουλιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που πάσχει από τρεμούλιασμα των άκρων, τρεμάμενος: Τρεμουλιάρης γέρος. 2. αυτός που εύκολα τον πιάνει ανατριχίλα: Είναι τρεμουλιάρα, όταν βλέπει ποντικό. 3. πολύ δειλός: Δεν κάνει για πολεμιστής· είναι τρεμουλιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρτουριάρης, -α, -ικο — τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεμουλιάρικος — η, ικο, Ν [τρεμουλιάρης] τρεμουλιάρης … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
λειανοτρέμουλος — ο λιγνός και τρεμουλιάρης από αδυναμία … Dictionary of Greek
ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… … Dictionary of Greek
τρεμουλιάζω — Ν [τρεμούλα] 1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος … Dictionary of Greek
τρεμουλιαστός — και τρεμουλιαχτός, ή, ό, Ν [τρεμουλιάζω] αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης … Dictionary of Greek
τρεμούλης — ο, Ν [τρεμούλα] τρεμουλιάρης … Dictionary of Greek
τρεμάμενος — η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιαστός: Με τρεμάμενα χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)